Ο Καιρός του Τόξου


%CF%87%CF%89%CF%81%CE%AF%CF%82+%CF%84%CE%AF++%CF%84%CE%BB%CE%BF

Πρόσταξε η γαλανομάτα θεά του Ολύμπου, την βασίλισσα της Ιθάκης.
Ώρα για να διεκδικήσει κάποιος το τόξο του μεγάλου Εξερευνητή!
Ψιθύρισε η κόρη του Δία, στην κόρη του Ικαρίου.
Ώρα για τον διαγωνισμό του Τόξου!
Συμβούλεψε η Αθηνά, την Πηνελόπη.

Aνέβηκε
στα ψηλά δωμάτια του παλατιού, η Πηνελόπη, ύστερα από προτροπή της Αθηνάς.
Στα χέρια της κρατούσε ένα χαλκινοφίλντισι κλειδί και όταν άνοιξε

την λαμποκοπούσα πόρτα της μυστικής κάμαρης ακούστηκε ένας βαρύς θόρυβος.
Προχώρησε ανάμεσα στους πολύτιμους θησαυρούς και κατευθύνθηκε στο Τόξο
με την φαρέτρα περίλυπη.
Ήταν το δώρο του Ιφιτου, το Τόξο του Απόλλωνα, αλλά ο Οδυσσέας
δεν το πήρε μαζί του όταν ξεκίνησε την μεγάλη εξερεύνηση του Κόσμου.
Η περίφρων κόρη του Ικάριου ,το άγγιξε και,
δάκρυα άρχισαν να κυλούν από τα μάτια της.
Έκλαιγε για την εξορία, την μοναξιά, την αγωνιά του Ανθρώπου ,αιώνες τώρα, να βασανίζεται χωρίς τέλος, χωρίς οίκτο.
Έκλαιγε μ’αναφιλητά για τα παιδιά που δεν έχουν προλάβει να χαρούν την ξεγνοιασιά ,την νεότητα ,την αθωότητα, που τους ταιριάζει.
Έκλαιγε για τις γυναίκες που δεν μπόρεσαν να μοιραστούν την ζωή τους
μ’ενα ταίρι που θα εκτιμούσαν, θ’αγαπούσαν και θα σεβόταν.

Ακόμη θρηνούσε για τους άντρες που έχουν χάσει την την περηφάνια τους,

την τιμή τους, τον στόχο , τον προορισμό τους που, όφειλαν να έχουν.
Έκλαιγε γοερά η Πηνελόπη, για τους ανθρώπους όλων των εποχών,
όλων των φυλών και των φύλων, όλων των θρησκειών,
που γεννιούνται και πεθαίνουν μόνοι τους, εξαπατημένοι απ’όλα, που έχουν καταδικαστεί σ’ενα τόσο άνισο και δύσκολο αγώνα.
Σ’ένα αγώνα που, πάντα, μα πάντα, κάτι τους ξεπερνά και στο τέλος τους νικά..
Κι’όταν στέρεψαν τα δάκρυα, κατέβηκε τις μαρμαρένιες σκάλες,
ακούμπησε σ’ένα Στύλο και παρέδωσε το Τόξο,
στο Τηλέμαχο και στους Μνηστήρες.
Δίπλα της δεξιά και αριστερά , είχε την Αυτονόη και την Ιπποδάμεια, τις θεραπαινίδες της.
Στο πρόσωπο της ήταν ζωγραφισμένη η αυστηρότητα αλλά ,
βαθιά μέσα της
ήλπιζε και ευχόταν να έχει επιστρέψει ο Οδυσσέας ,
να είναι πια εδώ
και να διεκδικήσει τον Τίτλο του.

Υπάρχει κανείς που να μπορεί να λυγίσει το Τόξο

και να περάσει το βέλος
ανάμεσα από τις οπές… 12 τσεκουριών?
Τότες στο νου της έβαλε η θεά η γαλανομάτατης Πηνελόπης, της καλής του Ικάριου θυγατέρας,τόξο και σίδερα σταχτιά να βάλη στους μνηστήρεςαγώνα και σφαγής αρχή μες στου Οδυσσέα τους πύργους.
5
Τη σκάλα του θαλάμου της την αψηλή κατέβη,πήρε ώριο γυριστό κλειδί στο μαλακό της χέρι,χαλκένιο και με φιλντισί χερούλι ταιριασμένο.Ως στο στερνό το θάλαμο πηγαίνει με τις βάγιες,που κοίτουνταν οι θησαυροί του βασιλέα κρυμμένοι,
10
χαλκός, χρυσάφι, σίδερο περίτεχνα εργασμένο.Είχε και πισοτέντωτο δοξάρι και φαρέτρα,που μέσα της ήταν πολλές στεναχτερές σαγίτες.Από τη Λακεδαίμονα τά ‘χε ο Δυσσέας φερμένα,του ομοιόθεου του Ίφιτου, γόνου του Ευρύτου δώρα.
15
Στου Ορσίλοχου ανταμώθηκαν του αντρείου στη Μεσσήνη,σαν πήγε ο Οδυσσέας εκεί για χρέος που όλ’ η χώρατου χρώσταγε· τι πρόβατα τρακόσα από το Θιάκιμε τους βοσκούς αρπάξανε και φύγαν Μεσσηνίτεςμε πλεούμενα πολύσκαρμα· και μακρινό ταξίδι
20
πήγε ο Δυσσέας ζητώντας τα, μικρός πολύ κι αν ήταντι ο κύρης του τον έστειλε και του Θιακιού οι γερόντοι.Και πάλε ο Ίφιτος εκεί φοράδες δώδεκα ήρθενα βρη χαμένες, που γερά βυζάνανε μουλάρια·αυτές δα που του γίνανε χάρος και μαύρη μοίρα,
25
κατόπι, στον αντρειόψυχο του Δία το γιό σαν ήρθε,τον Ηρακλή, το γνωριστή κάθε έργου φημισμένου,που ο άνομος στο σπίτι του τον έσφαξε, αν και ξένο,και μήτε θεό δε ντράπηκε, και μήτε το τραπέζιπου τότες του παράθεσε· μόνε κι εκείνον σφάζει,
30
και τις βαριόνυχες κρατάει φοράδες στο παλάτι.Αυτές ζητώντας ο Ίφιτος, τον Οδυσσέα ανταμώνει,και το δοξάρι τού ‘δωσε, που ο Εύρυτος ο μέγαςκρατούσε μιά φορά, μα πριν πεθάνη τό ‘χε αφήσειτου γιού του στα παλάτια του. Και τότε ο Οδυσσέας
35
τού ‘δωκε κοφτερό σπαθί και δυνατό κοντάρι,αρχή φιλίας γκαρδιακής· μα οι δυό δε γνωριστήκανκαι σε τραπέζι, γιατί ο γιός του Διός είχε σκοτώσειτον Ίφιτο το θεόμοιαστο, που τού ‘δωκε το τόξο.Στον πόλεμο σαν έβγαινε με πλοίο ο Οδυσσέας,
40
τ’ άφηνε σπίτι, θύμημα του αγαπητού του φίλου,και μόνο στην πατρίδα του κρατούσε εκείνο τ’ όπλο.

Σαν έφτασε στο θάλαμο η τρισεύγενη γυναίκα,και στο κατώφλι ανέβηκε το δρένιο, που τεχνίτηςτό ‘χε σκαλίσει ξυλουργός, και το ίσιωσε με στάφνη,
45
και παραστάτες έστησε, κι έβαλε ωραίες θύρες,αμέσως τότες το λουρί ξελύνει απ’ την κρικέλα,χώνει ίσια μέσα το κλειδί, τους σύρτες βρίσκει αντίκρυ,τους σπρώχνει, και καθώς βογγάει μες στο λιβάδι ταύροςπου βόσκει, όμοια βόγγησαν κι οι θύρες οι πανώριες,
50
με του κλειδιού το βάρεμα, κι ανοίξανε ομπροστά της.Ανέβηκε στο πάτωμα με τα πολλά τ’ αρμάρια,και μέσα με τις φορεσές τις μοσκομυρισμένες·κι απλώνοντας το χέρι της, ξεκρέμασε το τόξομε το θηκάρι, που λαμπρό παντούθε φεγγοβόλα.
55
Καθίζει, και περίλυπη στα γόνατα το παίρνει,βγάζει το τόξο, κι αρχινάει το κλάμα βλέποντάς το.Και σάνε καλοχόρτασε τα δάκρυα και το θρήνο,ξεκίνησε στο μέγαρο προς τους λαμπρούς μνηστήρες,κι ήρθε το πισοτέντωτο κρατώντας το δοξάρι,
60
και τη φαρέτρα με πολλές στεναχτερές σαγίττες.Φέρναν κι οι παρακόρες της κασέλα γεμισμένημε σίδερο και με χαλκό, τα σύνεργα του αφέντη.Κι η ζουλεμένη αρχόντισσα σαν πήγε στους μνηστήρες,σιμά στο στύλο στάθηκε της δουλεμένης στέγης,
65
σηκώνοντας στην όψη της το λιόλαμπρο φακιόλι,[ με τις παραστεκάμενες δεξιά κι αριστερά της ].και στους μνηστήρες μίλησε κι αυτά τους είπε τότες·.

ThFlAthenaPenelope
Αθηνά και Πηνελόπη

Σχολιάστε